- πολύφαμος
- πολύ-φᾱμος, ον, [dialect] Dor. for πολύφημος (q.v.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύφαμος — πολύφᾱμος , πολύφαμος masc/fem nom sg πολύφᾱμος , πολύφημος abounding in songs and legends masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφαμος — ον, Α (δωρ. τ.) βλ. πολύφημος … Dictionary of Greek
πολύφαμον — πολύφᾱμον , πολύφαμος masc/fem acc sg πολύφᾱμον , πολύφαμος neut nom/voc/acc sg πολύφᾱμον , πολύφημος abounding in songs and legends masc/fem acc sg (doric) πολύφᾱμον , πολύφημος abounding in songs and legends neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφημος — Ένας από τους Κύκλωπες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Θόωσας. Κατά τον Ευριπίδη, ήταν ο πατέρας των άλλων Κυκλώπων, αλλά σύμφωνα με άλλες παραδόσεις ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός τους. Παρουσιάζεται ως… … Dictionary of Greek
πολύφαμε — πολύφᾱμε , πολύφαμος masc/fem voc sg πολύφᾱμε , πολύφημος abounding in songs and legends masc/fem voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)